Σειρά πολυαναμενόμενων μέτρων ανακοίνωσαν οι αρμόδιοι Υπουργοί για την στήριξη της αγοράς λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού. Για τις επιχειρήσεις προβλέπονται μεταξύ άλλων:

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο:

  • Ίδρυση Ειδικού Επενδυτικού Ταμείου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με στόχο μεταξύ άλλων την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
  • Κινητοποίηση χρηματοδοτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την παροχή κεφαλαίων κίνησης και την προώθηση πρόσθετων επενδύσεων με στόχο την ενίσχυση των επιχειρήσεων
  • Ευελιξία κρατικών ενισχύσεων

Σε εθνικό επίπεδο:

  • Αναστολή πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων για τέσσερις μήνες χωρίς τόκους και προσαυξήσεις (δηλαδή για οφειλές Μαρτίου, αναστολή έως την 31η Ιουλίου 2020). Προσοχή: το μέτρο δεν ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις που έκλεισαν με κρατική απόφαση, αλλά και για ανοιχτές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που υπολειτουργούν, εφόσον χαρακτηριστούν με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού που αναμένεται άμεσα, ως ανήκουσες σε κλάδους δραστηριότητας που πλήττονται. Προϋπόθεση εφαρμογής του μέτρου είναι η διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
  • Υλοποίηση διευρυμένου πλαισίου χρηματοδότησης των επιχειρήσεων συνολικού ύψους 1 δις. ευρώ, υπό την μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής με εκτεταμένο χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής και περίοδο χάριτος. Προϋπόθεση εφαρμογής του μέτρου είναι ομοίως η διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
  • Μείωση του μισθώματος του επαγγελματικού ακινήτου των επιχειρήσεων που έκλεισαν, στο 60% του συμφωνηθέντος μισθώματος, για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο.
  • Άμεση αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τις επιχειρήσεις, για όλες τις υπό έλεγχο υποθέσεις έως 30.000 ευρώ.
  • Αναστολή πληρωμής χρεολυσίων για τραπεζικές οφειλές συνεπών επιχειρήσεων, έως τον Σεπτέμβριο. 

Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω μέτρα που ήδη ανακοινώθηκαν, και όσα άλλα αναμένεται να ληφθούν για την άμβλυνση των συνεπειών του κορωνοϊού τις επόμενες ημέρες, το ελληνικό δίκαιο παρέχει διεξόδους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν. 

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ Ή ΑΠΡΟΟΠΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΣΥΝΘΗΚΩΝ – ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

Απαλλαγή λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής / Η λύση της ανωτέρας βίας

Η ανωτέρα βία είναι τυχαίο γεγονός. Στη νομοθεσία μας δεν υπάρχει γενικός κανόνας ότι η ανωτέρα βία απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις. Είναι όμως εξαιρετικά πιθανό στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί να προβλέπεται είτε επέκταση της ευθύνης και για περιστατικά ανωτέρας βίας είτε απαλλαγή λόγω αυτών. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει ερμηνεία της σύμβασης και σε περίπτωση αμφιβολίας γίνεται δεκτή η λύση που συνεπάγεται τη μικρότερη ευθύνη του οφειλέτη. 

Για παράδειγμα, η αναστολή των δραστηριοτήτων των τουριστικών καταλυμάτων ως λόγος ανωτέρας βίας, εξαιτίας του οποίου δεν προσήλθαν πελάτες του πράκτορα στο ξενοδοχείο ή αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν πρόωρα, συνεπάγεται την αμοιβαία απαλλαγή των μερών από τις πρωτογενείς υποχρεώσεις τους λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής από την πλευρά του ξενοδοχείου (άρ. 380 εδ. α’ ΑΚ). Έτσι, αν το μίσθωμα έχει προκαταβληθεί, ο ξενοδόχος υποχρεούται σε απόδοσή του. Αντίθετα, αν ο ξενοδόχος παρείχε πράγματι καταλύματα και η ανωτέρα βία ενέσκηψε στη συνέχεια (ιδίως για τα καταλύματα που λειτουργούν ήδη και δόθηκε προθεσμία αναστολής μέχρι την 23η Μαρτίου), ο πράκτορας δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος για όσα καταλύματα παραχωρήθηκαν και για το χρόνο που παραχωρήθηκαν. 

Επίσης, δεν αποκλείεται να έχει συμφωνηθεί από τα μέρη ότι σε περίπτωση συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας, ένα από τα δύο μέρη έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα η σύμβαση λύνεται για το μέλλον, χωρίς να ανατρέπονται υποχρεώσεις που έχουν γεννηθεί ήδη, αλλά και χωρίς να υποχρεούται ο πράκτορας σε καταβολή μισθώματος ακόμα και αν μεταγενέστερα παύσει ο λόγος ανωτέρας βίας. Σε περιπτώσεις ξενοδοχειακών συμβάσεων που έχουν πολυετή διάρκεια είναι ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης αν η συνδρομή ενός λόγου ανωτέρας βίας θεμελιώνει δικαίωμα μερικής (μόνο για ένα έτος ή άλλως μια τουριστική περίοδο) ή ολικής καταγγελίας (για τη συνολική μελλοντική διάρκειά της).

Η λύση της απρόοπτης μεταβολής συνθηκών (ΑΚ 388)

Η βάση της ελληνικής έννομης τάξης είναι η αρχή του απαραβίαστου των συμβάσεων, δηλαδή η τήρηση όσων έχουν συμφωνηθεί (pacta sunt servanda). Πώς μπορεί, όμως, να εμείνει κάποιος στην τήρηση όσων συμφωνήθηκαν πριν το ξέσπασμα του ιού και πριν το χαρακτηρισμό του ως πανδημία που απειλεί το σύνολο του πληθυσμού της γης; Λύση σ’ αυτό το παράδοξο φαίνεται να παρέχει η διάταξη του άρ. 388 ΑΚ περί απρόοπτης μεταβολής συνθηκών. 

Η διάταξη αυτή προβλέπει υποχώρηση από την αρχή της τήρησης των συμφωνηθέντων, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα δικαστικής λύσης ή αναθεώρησης αμφοτεροβαρούς σύμβασης σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και με όρους δικαιοσύνης τα προβλήματα και αδιέξοδα που δημιουργούνται. Πρόκειται για μία εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης, η οποία τυγχάνει εφαρμογής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  1. Πρέπει να έχουμε αμφοτεροβαρή σύμβαση, δηλαδή σύμβαση που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις και στα δύο μέρη (π.χ. αγοραπωλησία, μίσθωση) ενώ γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται και επί προσυμφώνου. 
  2. Πρέπει να υπάρχει μεταβολή των συνθηκών στις οποίες τα μέρη ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στήριξαν τη σύναψη της σύμβασης. 
  3. Η μεταβολή να έγινε μετά τη σύναψη της σύμβασης.
  4. Η μεταβολή να οφείλεται σε έκτακτο και απρόβλεπτο λόγο.
  5. Λόγω της μεταβολής να καθίσταται η παροχή υπέρμετρα επαχθής. Μόνο το γεγονός ότι ζημιώνεται το ένα μέρος ή ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες στην εκπλήρωση της παροχής δεν αρκεί, ούτε όμως απαιτείται πλήρης οικονομική καταστροφή του.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί λόγο απρόοπτης μεταβολής συνθηκών που υπό προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή αναδιαπραγμάτευσης των όρων των συμφωνηθέντων. 

Έτσι, ο θιγόμενος επιχειρηματίας που απαγορεύεται να λειτουργήσει την επιχείρησή του λόγω κρατικής απόφασης μπορεί, στο πλαίσιο ενός πνεύματος συνεργασίας και επί τη βάσει του άρ. 388 ΑΚ, να επιχειρήσει εξώδικη αναδιαπραγμάτευση των συμβατικών όρων που συμφωνήθηκαν μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον με τελείως διαφορετικές προοπτικές. Μεταξύ άλλων μπορεί:

  • Να ζητήσει επιπλέον παροχή πίστωσης από τους προμηθευτές του χωρίς επιβολή τόκων υπερημερίας για όσο διάστημα διαρκεί η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών 
  • Να ζητήσει παράταση της προθεσμίας εντός της οποίας υποχρεούται σε παροχή, χωρίς να ευθύνεται σε καταβολή αποζημίωσης για υπερημερία
  • Να ζητήσει αναστολή πληρωμών από τους πιστωτές του ή παροχή φθηνής ρευστότητας για τη συνέχιση της λειτουργίας του

Αν δεν επιτευχθούν ικανοποιητικές λύσεις, ο συμβαλλόμενος για τον οποίο η σύμβαση γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη έχει το δικαίωμα να ζητήσει δικαστική αναπροσαρμογή της σύμβασης (π.χ. αναστολή ισχύος της σύμβασης, κατάργηση ενός όρου της σύμβασης κ.ο.κ.) ή τη λύση αυτής.

Η απρόοπτη μεταβολή συνθηκών όπως προβλέπεται στο δίκαιο μας θα τύχει ευρείας εφαρμογής ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Στο παρελθόν είχε κριθεί ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις γενικής οικονομικής κρίσης, όπως η εκδηλωθείσα στη χώρα μας μετά το 2010. Όμως θα είναι η πρώτη φορά που θα τύχει ευρείας εφαρμογής σε κάθε δίαυλο επίδρασης της ελληνικής οικονομίας αφού τα ληφθέντα μέτρα πλέον εφαρμόζονται αναγκαστικώς σε όλες τις επιχειρήσεις αδιακρίτως. 

Το ζήτημα των μισθών 

Συνεχίζουν να οφείλουν μισθούς στους εργαζομένους τους οι επιχειρήσεις που έκλεισαν με κρατική πράξη; Η απάντηση δεν είναι όμοια για όλες τις περιπτώσεις επιχειρήσεων.

Μέχρι στιγμής, η μοναδική σαφής πρόβλεψη αφορά το δικαίωμα των εργαζομένων γονέων να λάβουν άδεια ειδικού σκοπού για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή των σχολείων όπου φοιτούν τα παιδιά τους. Την άδεια λαμβάνει είτε ο ένας από τους δύο εργαζόμενους γονείς αποκλειστικά, είτε την μοιράζονται μεταξύ τους. Ο χρόνος της άδειας υπολογίζεται σε διαστήματα τεσσάρων (4) ημερών, εκ των οποίων οι τρεις (3) ημέρες συνιστούν άδεια ειδικού σκοπού και η μία (1) ημέρα είναι κανονική άδεια και αφαιρείται από την συνολικά δικαιούμενη άδεια του εργαζόμενου γονέα για το έτος 2020. Μάλιστα, από τις τρεις ημέρες άδειας ειδικού σκοπού, το ημερομίσθιο των δύο (2) πρώτων ημερών καταβάλλεται από τον εργοδότη και το ημερομίσθιο της μίας (1) ημέρας καταβάλλεται από το κράτος. Ωστόσο, αν ο εργοδότης υποχρεωθεί να αναστείλει την λειτουργία της επιχείρησής του λόγω κυβερνητικής απόφασης στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης του κορωνοϊού, τότε ο εργαζόμενος γονέας δεν δικαιούται την άδεια ειδικού σκοπού.

Στην τελευταία περίπτωση, αντιθέτως, η αποδοχή της εργασίας από την επιχείρηση που υποχρεώθηκε να αναστείλει την λειτουργία της (π.χ. εστιατόριο, καφετέρια, ξενοδοχείο) είναι αδύνατη για λόγους που οφείλονται σε ανωτέρα βία. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τον μισθό τους (άρ. 656 ΑΚ). Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την σημερινή ανακοίνωση των αρμόδιων Υπουργών περί παροχής αποζημίωσης ύψους 800 ευρώ σε κάθε εργαζόμενο επιχείρησης που έκλεισε με κρατική εντολή. Ομοίως, όπως ανακοινώθηκε, το κράτος καλύπτει τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις των εργαζομένων αυτών.

Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις, η λειτουργία των οποίων δεν έχει ανασταλεί με κυβερνητική απόφαση, υποχρεούνται κανονικά σε καταβολή των μισθών των υπαλλήλων τους, ακόμα και αν αποφασίσουν εκουσίως να σταματήσουν την λειτουργία τους ή αν έχουν υποστεί δραματική πτώση του τζίρου τους λόγω της πανδημίας. Βέβαια, η παράτασης της προθεσμίας πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών είναι δυνατόν να περιλάβει και αυτές τις επιχειρήσεις, εφόσον θεωρηθεί από τους αρμόδιους Υπουργούς ότι έχουν πληγεί από την πανδημία παρά την μη αναστολή της λειτουργίας τους.

Το άρθρο συντάχθηκε από τους Δικηγόρους Αθηνών Μαρκουλάκο Μιχάλη, Παπαδοπούλου Δήμητρα και Βίτσου Δήμητρα της δικηγορικής εταιρίας «Μαρκουλάκος Δικηγορική Εταιρία και Συνεργάτες» (www.markoulakoslaw.gr)και την εργατολόγο Σταυρουλάκη Κέλλυ.


ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

ΜΙΑ ΔΥΝΑΤΗ ΟΜΑΔΑ
ΦΤΑΝΕΙ ΜΑΚΡΙΑ

Η δυναμική της εταιρίας μας εντοπίζεται στην ικανότητά μας να παρέχουμε ολοκληρωμένη εξυπηρέτηση στους πελάτες μας, ικανοποιώντας τις ανάγκες αυτών όχι μόνο σε προδικαστικό στάδιο συμβουλευτικών υπηρεσιών αλλά και σε επίπεδο δικαστηριακό με την εκπροσώπησή τους ενώπιον των δικαστηρίων όλων των βαθμίδων.