Σε ετερόρρυθμη εταιρία – εντολέα μας διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος από το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. για την εξεύρεση τυχόν αποκρυφθείσας φορολογητέας ύλης από επιχειρηματική δραστηριότητα. Στα πλαίσια του φορολογικού ελέγχου, το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. αιτήθηκε από το Σύστημα Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών της Α.Α.Δ.Ε. τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και των λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων της εταιρίας ούτως ώστε να διαπιστώσει εάν προκύπτουν ή όχι αδικαιολόγητες πιστώσεις κατά την ελεγχόμενη χρήση.
Πράγματι, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι υπήρξαν πιστώσεις για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί φορολογικά στοιχεία. Η εταιρία συμμορφούμενη προς τις φορολογικές της υποχρεώσεις, υπέβαλε τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. του Ν. 4512/2018, δηλώνοντας το ποσό των ανωτέρω τραπεζικών πιστώσεων, «αποφορολογημένο» από τον ισχύοντα συντελεστή Φ.Π.Α., κατόπιν συμβουλής της δικηγορικής μας εταιρίας.
Ειδικότερα, η «αποφορολόγηση» συνίσταται στην εσωτερική υφαίρεση του ποσού μιας τραπεζικής πίστωσης από τον ισχύοντα συντελεστή Φ.Π.Α., ούτως ώστε να προσδιοριστεί η καθαρή φορολογητέα αξία της πίστωσης. Η νομική βάση της «αποφορολόγησης» ερείδεται στις διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και συγκεκριμένα από τον συνδυασμό των άρθρων 1 και 19, από τις οποίες προκύπτει ότι ο έμπορος – παρέχων την υπηρεσία επιρρίπτει στον καταναλωτή τον ισχύοντα Φ.Π.Α. επί τη βάση της καθαρής αξίας της αντιπαροχής που λαμβάνει. Επομένως, στην περίπτωση της τραπεζικής πίστωσης για την οποία δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο, η Φορολογική Αρχή δεν θα μπορούσε να λάβει «ως καθαρή αξία» το σύνολο της πίστωσης, καθώς με τον τρόπο αυτό θα καταλόγιζε στον φορολογούμενο Φ.Π.Α. τον οποίο ουδέποτε είχε επιρρίψει στην κατανάλωση. Για το λόγο αυτό, το νόμιμο, το δίκαιο και το εύλογο είναι να ακολουθείται η διαδικασία της «αποφορολόγησης» των τραπεζικών πιστώσεων ούτως ώστε να μην καλείται ο έμπορος/παρέχων την υπηρεσία να καταβάλει έναν καταναλωτικό φόρο τον οποίο ουδέποτε εισέπραξε από τον πελάτη του.
Αντίθετα, το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. δεν έκανε δεκτή την «αποφορολόγηση» των τραπεζικών πιστώσεων καταλογίζοντας στην εταιρία φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α. και πρόστιμα μη έκδοσης στοιχείων επί τη βάση του συνολικού ποσού των τραπεζικών πιστώσεων. Το επιχείρημα του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. ήταν ότι: «Η μη έκδοση φορολογικών στοιχείων αποσκοπεί στην μη φορολόγηση των συναλλαγών τόσο στην φορολογία εισοδήματος, όσο και στην είσπραξη και την καταβολή του Φ.Π.Α. και ως εκ τούτου οι διαφορές μεταξύ των πιστώσεων και της αποφορολογημένης αξίας αφορούν μη δηλωθέντα έσοδα τα οποία φορολογούνται με φόρο εισοδήματα και για τα οποία καταλογίζεται Φ.Π.Α.».
Κατά των Οριστικών Πράξεων του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., ασκήσαμε για λογαριασμό της εταιρίας, ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Επί της ως άνω ενδικοφανούς προσφυγής, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών εξέδωσε την –πρώτη του είδους της- με αριθμό 2052/30.05.2022 απόφαση, με την οποία έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς μας και ακύρωσε εν όλω τις Οριστικές Πράξεις του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., διαγράφοντας συνακόλουθα φόρους, πρόστιμα και τόκους άνω των 50.000 ευρώ.