Τι γίνεται με την εκκαθάριση των εκπρόθεσμων φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλουν διαζευγμένα πρόσωπα για φορολογικό έτος στο οποίο τελούσαν σε έγγαμη συμβίωση; Πως επηρεάζεται η κάλυψη των τεκμηρίων διαβίωσης;
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε την με αριθμό Α3632/13-3-2023 απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του εντολέα της δικηγορικής μας εταιρίας, δημιουργώντας παράλληλα μία πρώτη στο είδος της νομολογία αναφορικά με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων διαζευγμένων συζύγων που αφορούν φορολογικά έτη στα οποία τελούσαν σε γάμο.
Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, ο εντολέας της δικηγορικής μας εταιρίας ήταν έγγαμος με την πρώην σύζυγο του έως το 2014, οπότε και λύθηκε ο γάμος τους. Ακολούθως, το 2018, το Κέντρο Φορολογίας Μεγάλου Πλούτου (ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π) διενήργησε φορολογικό έλεγχο, για την φορολογία εισοδήματος, σε βάρος τους για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 κατά τα οποία τελούσαν σε έγγαμη συμβίωση. Στα πλαίσια του ανωτέρω ελέγχου, εκείνοι υπέβαλαν αρχικές και συμπληρωματικές κοινές δηλώσεις κατ’ εφαρμογή του ν.4512/2018, με τις οποίες δήλωσαν εκουσίως τα αδήλωτα πραγματικά και τεκμαρτά τους εισοδήματα για τα ελεγχόμενα οικονομικά έτη. Στις ως άνω δηλώσεις, η πρώην σύζυγος δήλωσε πραγματικά εισοδήματα που υπερκάλυπταν τόσο τα τεκμαρτά εισοδήματα της ιδίας όσο και τα τεκμαρτά εισοδήματα του εντολέα μας. Επομένως, κατά το άρθρο 19 παράγραφος 2 του πρώην Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994), που ίσχυε για τα ελεγχόμενα έτη, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. στον οποίον υποβλήθηκαν οι δηλώσεις, όφειλε για την εκκαθάριση των δηλώσεων και τον προσδιορισμό του καταβλητέου φόρου του εντολέα μας, να λάβει υπόψη τα πραγματικά εισοδήματα που δήλωσε η πρώην σύζυγος του, τα οποία και υπερκάλυπταν την ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης του με τα αποτέλεσμα να μην έπρεπε να φορολογηθεί για αυτήν.
Ωστόσο, το σύστημα Taxisnet δεν έδινε την δυνατότητα στη Δ.Ο.Υ. να προβεί σε εκκαθάριση των ως άνω κοινών δηλώσεων, διότι κατά τον χρόνο υποβολής τους (το έτος 2018), τα εν λόγω πρόσωπα είχαν διακόψει την έγγαμη συμβίωση του. Παράλληλα, η Δ.Ο.Υ. απέστειλε σχετικό ερώτημα στην Διεύθυνση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας της ΑΑΔΕ η οποία απάντησε ότι «όταν έχει διακοπεί η έγγαμη σχέση λόγω διαζυγίου ή διάστασης, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί μόνο τα δικά τους εισοδήματα και χρηματικά ποσά που αφορούν τον ίδιο, ακόμα και αυτά που προκύπτει από τις κοινές δηλώσεις». Συνεπώς, η Δ.Ο.Υ. προέβη σε χωριστή εκκαθάριση των κοινών δηλώσεων, σαν αυτές να είχαν υποβληθεί ξεχωριστά από τον εντολέα μας και την πρώην σύζυγο του, με αποτέλεσμα ο εντολέας μας να μην μπορέσει να επικαλεστεί τα πραγματικά εισοδήματα της πρώην συζύγου του για τα εν λόγω έτη και κατ’ επέκταση να φορολογηθεί για την ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης του, με συνολικό ποσό φορολογικής οφειλής ύψους 37.000,00€.
Εν συνεχεία, ασκήσαμε ενδικοφανή προσφυγή, ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, κατά των καταλογιστικών πράξεων του φόρου. Ειδικότερα, στην εν λόγω υπηρεσία υποστηρίξαμε ότι μη νομίμως διενεργήθηκε ξεχωριστή εκκαθάριση των κοινών, με την πρώην σύζυγο του, δηλώσεων, δεδομένου ότι τα εν λόγω οικονομικά έτη, τα δύο πρόσωπα τελούσαν σε έγγαμη συμβίωση και ως εκ τούτου έπρεπε να ληφθεί υπόψη το σύνολο του δηλωθέντος οικογενειακού εισοδήματος προς δικαιολόγηση της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης. Ωστόσο, η ως άνω προσφυγή απορρίφθηκε για τον ίδιο λόγο που αναφερόταν η Διεύθυνση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας της ΑΑΔΕ.
Εν τέλει, ασκήσαμε προσφυγή, ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της απόφασης της Φορολογικής Αρχής, αναπτύσσοντας την ίδια επιχειρηματολογία που είχαμε αναπτύξει και ενώπιον της. Επί της ως άνω προσφυγής μας, εκδόθηκε η με αρ. Α3632/13-3-2023 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτό, ότι, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης κοινής δηλώσεως των συζύγων, όταν η δήλωση αυτή υποβάλλεται μεν σε χρόνο κατά τον οποίο έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, πλην όμως, αναφέρεται σε οικονομικό έτος κατά το οποίο δεν είχε επέλθει η διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως και η λύση του γάμου, η τεκμαρτή δαπάνη διαβιώσεως του ενός συζύγου μπορεί να καλυφθεί από τα δηλωθέντα εισοδήματα ή χρηματικά ποσά του άλλου συζύγου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 περ. α’του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994). Και τούτο, αφενός μεν, διότι η εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης δεν εξομοιώνεται από την άποψη των συνεπειών της με την μη υποβολή δήλωσης, αφετέρου δε, διότι η ως άνω διάταξη δεν προβλέπει σχετική εξαίρεση σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης, ενώ η ρύθμιση του άρθρου 61 παρ. 2 περ. α’ του Κ.Φ.Ε., με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση υποβολής ξεχωριστής δήλωσης από κάθε σύζυγο σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως κατά το χρόνο της υποβολής της, αναφέρεται προφανώς στον υπόχρεο υποβολής της οικείας δήλωσης και όχι στο διάφορο ζήτημα του τρόπου υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου. Αντίθετη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων θα είχε ως συνέπεια την επιβολή πρόσθετης κύρωσης σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης (μη συνυπολογισμός δηλωθέντων εισοδημάτων του άλλου συζύγου προς κάλυψη τεκμηρίων), χωρίς να προβλέπεται κάτι τέτοιο από την κείμενη φορολογική νομοθεσία.