ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ > ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ
ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ
ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ
Κατά τον φορολογικό έλεγχο επιχειρήσεων, είναι συχνές οι περιπτώσεις που οι αρμόδιοι ελεγκτές αντιμετωπίζουν τα ελεγχόμενα φορολογικά στοιχεία ως εικονικά ή πλαστά. Είτε πρόκειται για τιμολόγια που εξέδωσε η ίδια η ελεγχόμενη επιχείρηση, είτε για τιμολόγια που έλαβε από τρίτους, στις περιπτώσεις αυτές ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης έρχεται αντιμέτωπος με ποινικές διώξεις και η φορολογούμενη επιχείρηση καλείται να καταβάλει υπέρογκους φόρους και πρόστιμα που συχνά ξεπερνούν την αξία των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Ενδεικτικά, ως πλαστό φορολογικό στοιχείο θεωρείται εκείνο που το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στέλεχός του.
Στα εικονικά φορολογικά στοιχεία εντάσσονται αντιθέτως εκείνα που εκδίδονται για συναλλαγή ανύπαρκτη, ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι φορολογικώς άγνωστο πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλης μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα, ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Ριζικές αλλαγές επέφερε ο Ν.4337/2015, με τον οποίο καταργήθηκαν τα διοικητικά πρόστιμα για τις περιπτώσεις της έκδοσης ή της αποδοχής εικονικών ή πλαστών τιμολογίων και μειώθηκαν οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις. Πρόστιμα έχουν επίσης ακυρωθεί και διαγραφεί ή μειωθεί από τα ελληνικά δικαστήρια για διάφορους λόγους, επειδή λ.χ. η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη εικονικότητας, ή επειδή δεν εφήρμοσε την αρχή της ευμενέστερης κύρωσης, δηλαδή δεν επέβαλε στο φορολογούμενο ηπιότερο πρόστιμο.
Η αντιμετώπιση των υποθέσεων αυτών απαιτεί προσεκτικό και εξειδικευμένο χειρισμό, καθώς μπορεί να καταλήξουν σε επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά και σε καταλογισμό υψηλών φόρων και προστίμων. Η ομάδα μας διαθέτει εμπειρία στο χειρισμό υποθέσεων που αφορούν κατηγορίες φοροδιαφυγής, έκδοσης και λήψης εικονικών και πλαστών τιμολογίων, και καταλογισμό φόρων και προστίμων σε επιχειρήσεις που εξέδωσαν ή έλαβαν εικονικά/πλαστά φορολογικά στοιχεία, έχοντας εκπροσωπήσει με επιτυχία πελάτες τόσο ενώπιον της ποινικής, όσο και ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης.
Συχνές Ερωτήσεις
Εικονικό φορολογικό στοιχείο είναι εκείνο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι φορολογικώς άγνωστο πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλης μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα, ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται επίσης ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.
Παραδείγματα :
- Τιμολόγιο κρίθηκε ως εικονικό, επειδή η φορολογική αρχή θεώρησε ότι η αναγραφόμενη σε αυτό συναλλαγή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Την κρίση της αυτή στήριξε στο ότι η εταιρία που εξέδωσε το τιμολόγιο δεν είχε τα απαραίτητα μέσα και την υποδομή για να πραγματοποιήσει τις πωλήσεις που αναγράφονταν στο τιμολόγιο. Συγκεκριμένα, δεν απασχολούσε προσωπικό, δεν είχε εγκαταστάσεις και δεν είχε υποβάλει φορολογικές δηλώσεις για πολλά συναπτά έτη.
- Τιμολόγιο κρίθηκε ως εικονικό, επειδή εκδόθηκε σε ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες που συνέλεξε η φορολογική αρχή, η εταιρία που το εξέδωσε είχε εγκαταλείψει την επαγγελματική της εγκατάσταση και ήταν εξαφανισμένη.
Πλαστό είναι το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Επίσης, ως πλαστό θεωρείται το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου.
Διαφέρει από το εικονικό τιμολόγιο, το οποίο ορίζεται ως εκείνο που έχει εκδοθεί για συναλλαγή που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, είτε από πρόσωπο που είναι φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
Διαφέρει από το εικονικό τιμολόγιο, το οποίο ορίζεται ως εκείνο που έχει εκδοθεί για συναλλαγή που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, είτε από πρόσωπο που είναι φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
Τι είναι το ανακριβές φορολογικό στοιχείο;
Ανακριβές είναι εκείνο το φορολογικό στοιχείο (π.χ. τιμολόγιο) στο οποίο αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής.
Το πρόστιμο που επιβάλλεται στην περίπτωση αυτή, εφόσον η πράξη δεν επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Αντιθέτως, εάν η πράξη επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί της διαφοράς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Η αποδοχή εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων αποτελεί ποινικό αδίκημα (άρ. 66 Ν.4174/2013). Τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός εάν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής, οπότε ο φορολογούμενος τιμωρείται μόνο για αυτήν την πράξη. Με άλλα λόγια, εάν μία επιχείρηση λάβει εικονικά τιμολόγια με σκοπό να αυξήσει τις δαπάνες της, να μειώσει τα καθαρά έσοδά της και, ως εκ τούτου, να πληρώσει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος, τότε τιμωρείται μόνο για την πράξη της φοροδιαφυγής και όχι για την αποδοχή του εικονικού τιμολογίου.
Στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση αποδέχεται εικονικό τιμολόγιο και η πράξη της αυτή δεν τιμωρείται για φοροδιαφυγή (επειδή για παράδειγμα ο φόρος εισοδήματος που απέφυγε να πληρώσει υπολείπεται του ποσού των 100.000 ευρώ), τότε τιμωρείται για την αποδοχή των εικονικών τιμολογίων. Οι ποινές που προβλέπονται για την αποδοχή αυτή είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Η έκδοση εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων αποτελεί ποινικό αδίκημα (άρ. 66 Ν. 4174/2013). Τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός εάν αν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής, οπότε ο φορολογούμενος τιμωρείται μόνο για αυτήν την πράξη. Για παράδειγμα, μία επιχείρηση τιμωρείται για την πράξη της φοροδιαφυγής και όχι για την έκδοση εικονικών τιμολογίων, εφόσον εξέδωσε εικονικά τιμολόγια και τα έδωσε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος σε άλλη εταιρεία, προκειμένου η τελευταία να μειώσει τα καθαρά έσοδά της και, ως εκ τούτου, να πληρώσει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος.
Στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση εκδίδει εικονικά τιμολόγια και η πράξη της αυτή δεν τιμωρείται για φοροδιαφυγή (επειδή για παράδειγμα είχε ως στόχο την αύξηση της οικονομικής της θέσης ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη κάποιας επιχορήγησης και όχι την διαφυγή πληρωμής φόρου), τότε τιμωρείται για την έκδοση των εικονικών τιμολογίων. Οι ποινές που προβλέπονται για την έκδοση αυτή είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Η νομολογία των δικαστηρίων μας αναφορικά με τα ζητήματα της έκδοσης και της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι πλούσια. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μάλιστα, που τα αρμόδια δικαστήρια έχουν ακυρώσει ή μειώσει πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές, επειδή λ.χ. η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη εικονικότητας, ή επειδή δεν εφήρμοσε την αρχή της ευμενέστερης κύρωσης, δηλαδή δεν επέβαλε στο φορολογούμενο ηπιότερο πρόστιμο.
Ενδεικτικά παραδείγματα από τη νομολογία:
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε πρόστιμο που επιβλήθηκε σε ανώνυμη εταιρεία που έλαβε εικονικά τιμολόγια, επειδή η επίμαχη συναλλαγή ήταν υπαρκτή και συνέτρεχε καλή πίστη στο πρόσωπο της εταιρίας ως προς το πρόσωπο του αλλοδαπού εκδότη των τιμολογίων (ΣτΕ Τμ. Β’ 972/2020).
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε πρόστιμο που είχε επιβληθεί με πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων σε ανώνυμη εταιρία, επειδή έκρινε ότι τα οικεία τιμολόγια πώλησης ακυρώθηκαν νομίμως από τον εκδότη τους, χωρίς να αποσταλούν στον αγοραστή των αγαθών και χωρίς να γίνει φορολογική χρήση τους, αλλά απλώς χρησιμοποιήθηκαν από τον εκδότη στο πλαίσιο σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (ΣτΕ Τμ. Β’ 380/2019).
ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ
Κατά τον φορολογικό έλεγχο επιχειρήσεων, είναι συχνές οι περιπτώσεις που οι αρμόδιοι ελεγκτές αντιμετωπίζουν τα ελεγχόμενα φορολογικά στοιχεία ως εικονικά ή πλαστά. Είτε πρόκειται για τιμολόγια που εξέδωσε η ίδια η ελεγχόμενη επιχείρηση, είτε για τιμολόγια που έλαβε από τρίτους, στις περιπτώσεις αυτές ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης έρχεται αντιμέτωπος με ποινικές διώξεις και η φορολογούμενη επιχείρηση καλείται να καταβάλει υπέρογκους φόρους και πρόστιμα που συχνά ξεπερνούν την αξία των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Ενδεικτικά, ως πλαστό φορολογικό στοιχείο θεωρείται εκείνο που το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στέλεχός του.
Στα εικονικά φορολογικά στοιχεία εντάσσονται αντιθέτως εκείνα που εκδίδονται για συναλλαγή ανύπαρκτη, ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι φορολογικώς άγνωστο πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλης μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα, ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Ριζικές αλλαγές επέφερε ο Ν.4337/2015, με τον οποίο καταργήθηκαν τα διοικητικά πρόστιμα για τις περιπτώσεις της έκδοσης ή της αποδοχής εικονικών ή πλαστών τιμολογίων και μειώθηκαν οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις. Πρόστιμα έχουν επίσης ακυρωθεί και διαγραφεί ή μειωθεί από τα ελληνικά δικαστήρια για διάφορους λόγους, επειδή λ.χ. η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη εικονικότητας, ή επειδή δεν εφήρμοσε την αρχή της ευμενέστερης κύρωσης, δηλαδή δεν επέβαλε στο φορολογούμενο ηπιότερο πρόστιμο.
Η αντιμετώπιση των υποθέσεων αυτών απαιτεί προσεκτικό και εξειδικευμένο χειρισμό, καθώς μπορεί να καταλήξουν σε επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά και σε καταλογισμό υψηλών φόρων και προστίμων. Η ομάδα μας διαθέτει εμπειρία στο χειρισμό υποθέσεων που αφορούν κατηγορίες φοροδιαφυγής, έκδοσης και λήψης εικονικών και πλαστών τιμολογίων, και καταλογισμό φόρων και προστίμων σε επιχειρήσεις που εξέδωσαν ή έλαβαν εικονικά/πλαστά φορολογικά στοιχεία, έχοντας εκπροσωπήσει με επιτυχία πελάτες τόσο ενώπιον της ποινικής, όσο και ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης.
Συχνές Ερωτήσεις
Εικονικό φορολογικό στοιχείο είναι εκείνο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι φορολογικώς άγνωστο πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλης μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα, ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται επίσης ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.
Παραδείγματα :
- Τιμολόγιο κρίθηκε ως εικονικό, επειδή η φορολογική αρχή θεώρησε ότι η αναγραφόμενη σε αυτό συναλλαγή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Την κρίση της αυτή στήριξε στο ότι η εταιρία που εξέδωσε το τιμολόγιο δεν είχε τα απαραίτητα μέσα και την υποδομή για να πραγματοποιήσει τις πωλήσεις που αναγράφονταν στο τιμολόγιο. Συγκεκριμένα, δεν απασχολούσε προσωπικό, δεν είχε εγκαταστάσεις και δεν είχε υποβάλει φορολογικές δηλώσεις για πολλά συναπτά έτη.
- Τιμολόγιο κρίθηκε ως εικονικό, επειδή εκδόθηκε σε ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες που συνέλεξε η φορολογική αρχή, η εταιρία που το εξέδωσε είχε εγκαταλείψει την επαγγελματική της εγκατάσταση και ήταν εξαφανισμένη.
Πλαστό είναι το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Επίσης, ως πλαστό θεωρείται το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου.
Διαφέρει από το εικονικό τιμολόγιο, το οποίο ορίζεται ως εκείνο που έχει εκδοθεί για συναλλαγή που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, είτε από πρόσωπο που είναι φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
Διαφέρει από το εικονικό τιμολόγιο, το οποίο ορίζεται ως εκείνο που έχει εκδοθεί για συναλλαγή που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, είτε από πρόσωπο που είναι φορολογικώς ανύπαρκτο, δηλαδή δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση.
Τι είναι το ανακριβές φορολογικό στοιχείο;
Ανακριβές είναι εκείνο το φορολογικό στοιχείο (π.χ. τιμολόγιο) στο οποίο αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής.
Το πρόστιμο που επιβάλλεται στην περίπτωση αυτή, εφόσον η πράξη δεν επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Αντιθέτως, εάν η πράξη επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί της διαφοράς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Η αποδοχή εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων αποτελεί ποινικό αδίκημα (άρ. 66 Ν.4174/2013). Τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός εάν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής, οπότε ο φορολογούμενος τιμωρείται μόνο για αυτήν την πράξη. Με άλλα λόγια, εάν μία επιχείρηση λάβει εικονικά τιμολόγια με σκοπό να αυξήσει τις δαπάνες της, να μειώσει τα καθαρά έσοδά της και, ως εκ τούτου, να πληρώσει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος, τότε τιμωρείται μόνο για την πράξη της φοροδιαφυγής και όχι για την αποδοχή του εικονικού τιμολογίου.
Στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση αποδέχεται εικονικό τιμολόγιο και η πράξη της αυτή δεν τιμωρείται για φοροδιαφυγή (επειδή για παράδειγμα ο φόρος εισοδήματος που απέφυγε να πληρώσει υπολείπεται του ποσού των 100.000 ευρώ), τότε τιμωρείται για την αποδοχή των εικονικών τιμολογίων. Οι ποινές που προβλέπονται για την αποδοχή αυτή είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Η έκδοση εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων αποτελεί ποινικό αδίκημα (άρ. 66 Ν. 4174/2013). Τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός εάν αν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής, οπότε ο φορολογούμενος τιμωρείται μόνο για αυτήν την πράξη. Για παράδειγμα, μία επιχείρηση τιμωρείται για την πράξη της φοροδιαφυγής και όχι για την έκδοση εικονικών τιμολογίων, εφόσον εξέδωσε εικονικά τιμολόγια και τα έδωσε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος σε άλλη εταιρεία, προκειμένου η τελευταία να μειώσει τα καθαρά έσοδά της και, ως εκ τούτου, να πληρώσει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος.
Στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση εκδίδει εικονικά τιμολόγια και η πράξη της αυτή δεν τιμωρείται για φοροδιαφυγή (επειδή για παράδειγμα είχε ως στόχο την αύξηση της οικονομικής της θέσης ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη κάποιας επιχορήγησης και όχι την διαφυγή πληρωμής φόρου), τότε τιμωρείται για την έκδοση των εικονικών τιμολογίων. Οι ποινές που προβλέπονται για την έκδοση αυτή είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Η νομολογία των δικαστηρίων μας αναφορικά με τα ζητήματα της έκδοσης και της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι πλούσια. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μάλιστα, που τα αρμόδια δικαστήρια έχουν ακυρώσει ή μειώσει πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές, επειδή λ.χ. η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη εικονικότητας, ή επειδή δεν εφήρμοσε την αρχή της ευμενέστερης κύρωσης, δηλαδή δεν επέβαλε στο φορολογούμενο ηπιότερο πρόστιμο.
Ενδεικτικά παραδείγματα από τη νομολογία:
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε πρόστιμο που επιβλήθηκε σε ανώνυμη εταιρεία που έλαβε εικονικά τιμολόγια, επειδή η επίμαχη συναλλαγή ήταν υπαρκτή και συνέτρεχε καλή πίστη στο πρόσωπο της εταιρίας ως προς το πρόσωπο του αλλοδαπού εκδότη των τιμολογίων (ΣτΕ Τμ. Β’ 972/2020).
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε πρόστιμο που είχε επιβληθεί με πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων σε ανώνυμη εταιρία, επειδή έκρινε ότι τα οικεία τιμολόγια πώλησης ακυρώθηκαν νομίμως από τον εκδότη τους, χωρίς να αποσταλούν στον αγοραστή των αγαθών και χωρίς να γίνει φορολογική χρήση τους, αλλά απλώς χρησιμοποιήθηκαν από τον εκδότη στο πλαίσιο σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (ΣτΕ Τμ. Β’ 380/2019).