ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ > ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Φορολογικός Έλεγχος Φυσικών Προσώπων

Η κλήση για έλεγχο από τις φορολογικές αρχές αποτελεί μια πραγματικότητα που αφορά ολοένα και περισσότερους φορολογούμενους. Οι ελεγχόμενοι καλούνται από τις αρμόδιες εφορίες ή από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) να δικαιολογήσουν τα εισοδήματα που δήλωσαν, τυχόν χρήματα και επενδύσεις που έχουν στο εξωτερικό, τις χρηματικές κινήσεις που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, κ.ά. Έρχονται αντιμέτωποι με τους ελεγκτές της φορολογικής Διοίκησης και καλούνται να ανατρέξουν πίσω στον χρόνο και να παρέχουν πληροφορίες για φορολογικά έτη που απέχουν πολλά έτη από το σήμερα.

Υπηρεσίες

Κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, ο φορολογούμενος μπορεί ενδεικτικά να κληθεί να δικαιολογήσει εάν τα χρήματα ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού ανήκουν στον ίδιο ή σε συνδικαιούχους, να παρέχει στοιχεία για την πηγή των πιστώσεων που εμφανίζονται στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και δεν καλύπτονται από το εισόδημα που έχει δηλώσει, να εξηγήσει την προέλευση των εμβασμάτων που τυχόν έστειλε σε ελληνικούς λογαριασμούς από λογαριασμούς που διατηρεί στο εξωτερικό και να αναλύσει την πηγή προέλευσης των χρημάτων, να αποδείξει εάν και πώς φορολογήθηκε το κέρδος από επενδύσεις που πραγματοποίησε στο εξωτερικό, κ.ά.

Πόσο εύκολο όμως είναι να ολοκληρώσεις επιτυχώς τη διαδικασία αυτή και να αισθάνεσαι παράλληλα ασφαλής και κατοχυρωμένος νομικά;

Η ομάδα μας, σε συνεργασία με έμπειρους λογιστές, είναι δίπλα σε κάθε ελεγχόμενο φορολογούμενο παρέχοντας εξατομικευμένη υποστήριξη κατά την διάρκεια του ελέγχου με σκοπό την καλύτερη δυνατή έκβασή του και την αποφυγή πληρωμής φόρων και προστίμων. Αναλαμβάνουμε, επίσης, τη διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, απαραίτητο προστάδιο για την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, και χειριζόμαστε την υπόθεση και ενώπιον της διοικητικής και ποινικής δικαιοσύνης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.

Πρωταρχική επιδίωξή μας είναι η άμεση ολοκλήρωση κάθε ελέγχου χωρίς να χρειαστεί ο φορολογούμενος να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στη Διοικητική Δικαιοσύνη. Αποφεύγεται έτσι η καθόλου αμελητέα δαπάνη που απαιτείται για τη διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής και της δικαστικής διαμάχης και ο φορολογικός έλεγχος ολοκληρώνεται σε σύντομο χρόνο. Η προσέγγισή μας είναι πρακτική και ρεαλιστική και οι λύσεις που προσφέρουμε στους εντολείς μας σκοπεύουν στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος και στην συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητάς τους χωρίς προσκόμματα και επιβαρύνσεις.

Συχνές Ερωτήσεις

Η φορολογική αρχή κοινοποιεί εντολή ελέγχου στο φορολογούμενο, με την οποία αυτός ενημερώνεται ότι διενεργείται εις βάρος του έλεγχος. Η εντολή αυτή κοινοποιείται στο φορολογούμενο πριν την έναρξη του φορολογικού ελέγχου και σε κάθε περίπτωση εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έκδοσή της.

Επιπλέον, ο φορολογούμενος μπορεί να ενημερωθεί για τη διενέργεια ελέγχου εις βάρος του με την κοινοποίηση του αιτήματος σύμφωνα με το άρ. 14 Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), με το οποίο η φορολογική αρχή του ζητά την παροχή έγγραφων πληροφοριών. Ενδεικτικά, με το αίτημα μπορεί να ζητηθεί η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει ο φορολογούμενος στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.

Με την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή του αιτήματος του άρ. 14 ΚΦΔ, γνωστοποιείται επίσης στον φορολογούμενο η δυνατότητα για υποβολή εκπροθέσμων φορολογικών δηλώσεων μέχρι την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, καθώς και ο προβλεπόμενος περιορισμός των σχετικών προστίμων σε περίπτωση άμεσης εξόφλησης.

Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου και την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου. Για το λόγο αυτό, διενεργεί έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά στοιχεία και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στο νόμο.

Ο φορολογικός έλεγχος μπορεί ενδεικτικά να ξεκινήσει κατά του φορολογουμένου ύστερα από κάποια (ανώνυμη ή επώνυμη) καταγγελία εις βάρος του, ή εφόσον προκύψουν υπόνοιες φοροδιαφυγής εκ μέρους του κατά τη διάρκεια ελέγχου σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα στη σύζυγό του, αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθούν κινήσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ύστερα από διασταυρωτικούς ελέγχους που πραγματοποιούν σε τακτική βάση τα ελεγκτικά όργανα.

Η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτήν ελέγχου, κοινοποιεί στο φορολογούμενο αίτημα, με το οποίο του ζητάει να παρέχει εγγράφως πληροφορίες, στις οποίες ενδεικτικά μπορεί να εντάσσεται η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Ο φορολογούμενος απαντά στο αίτημα αυτό με υπομνήματα, προσκομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα εντός προθεσμίας που του θέτει η φορολογική διοίκηση. Είναι πολύ κρίσιμη η ορθή ανταπόκριση του φορολογουμένου κατά το στάδιο αυτό, ώστε να επεξηγηθούν πλήρως προς την ελεγκτική αρχή όλα όσα μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα από τους ελεγκτές που χειρίζονται τον κάθε φορολογικό έλεγχο.

Στη συνέχεια, εφόσον η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου, ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.

Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η ελεγκτική αρχή δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και θεωρεί ότι αυτός έχει παραβεί την φορολογική νομοθεσία, του κοινοποιεί σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου, μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου. Ο φορολογούμενος κατά το στάδιο αυτό έχει 20 ημέρες για να απαντήσει με τις έγγραφες εξηγήσεις του, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις, προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή του προσωρινού προσδιορισμού φόρου και την απαλλαγή του. Η ελεγκτική αρχή επεξεργάζεται τις απόψεις που εξέθεσε ο φορολογούμενος και, εάν δεν πειστεί, εκδίδει οριστικές πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων.

Κατά των πράξεων αυτών, ο φορολογούμενος πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοσή τους σε αυτόν. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο ο φορολογούμενος πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του (πραγματικούς και νομικούς) που αφορούν στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως του.

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της αρνητικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.

Για τα έτη από το 2014 και εξής, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή φόρου παραγράφεται εντός πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής δήλωσης (πρακτικά για το έτος 2014, το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφηκε την 31η.12.2020, για το έτος 2015 παραγράφεται την 31η.12.2021 κ.ο.κ.). Η πενταετής αυτή παραγραφή, που συνιστά στην ουσία τον κανόνα, δύναται να παραταθεί σε ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται στο νόμο.

Κατ’ εξαίρεση, πράξη προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης: (α) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της πενταετίας και (β) σε περίπτωση που μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν τα νέα στοιχεία. Πρακτικά, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή φόρου για το έτος 2014 παραγράφεται την 31η.12.2025, για το έτος 2015 παραγράφεται την 31η.12.2026 κ.ο.κ.

Ως τέτοια νέα στοιχεία θεωρούνται εκείνα τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά στη φορολογική αρχή κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο. Έχει κριθεί από τα εθνικά δικαστήρια ότι το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων στην Ελλάδα δεν αποτελούν νέα στοιχεία ικανά να παρατείνουν την παραγραφή. Αντιθέτως, το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή μπορούν να αποτελέσουν νέα στοιχεία ικανά να παρατείνουν την παραγραφή, εφόσον δεν μπορούσαν να περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής νωρίτερα μέσω του καθεστώτος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών.

Εφόσον ο φορολογούμενος έχει χρήματά του σε θυρίδα, τα οποία δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα και νομίμως φορολογηθέντα εισοδήματά του, μπορεί να τα καταθέσει σε τραπεζικό του λογαριασμό.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που η φορολογική αρχή θα προβεί στη διενέργεια ελέγχου εφόσον περιέλθουν σε γνώση της καταθέσεις μετρητών. Ο φορολογούμενος θα κληθεί τότε να αποδείξει την πηγή προέλευσης των χρημάτων αυτών και να προσκομίσει για αυτό τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η βεβαίωση επίσκεψης της θυρίδας του.

Στην περίπτωση που η φορολογική αρχή δεν αποδεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου σχετικά με την προέλευση των μετρητών που κατατέθηκαν, τότε τα χρήματα αυτά λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας και φορολογούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή 33%.

Ο κανόνας για τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς είναι πως κάθε συνδικαιούχος μπορεί να προβεί σε διαχειριστικές πράξεις για το σύνολο του ποσού, δίχως να απαιτείται έγκριση οποιουδήποτε άλλου συνδικαιούχου. Οι υπόλοιποι συνδικαιούχοι μπορεί να έχουν αξίωση εναντίον του βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής συμφωνίας. Στην περίπτωση που τέτοια συμφωνία δεν υφίσταται, θεωρείται ότι τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα σε κοινό λογαριασμό ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη.

Όταν διενεργούνται έλεγχοι από την φορολογική αρχή, θεωρείται κατά τεκμήριο πως τα χρήματα του κοινού λογαριασμού ανήκουν κατά ιδανικά μερίδια στους συνδικαιούχους, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο. Στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος συνδικαιούχος χρησιμοποιήσει τα χρήματα του κοινού λογαριασμού, λ.χ. εάν τα μεταφέρει από τον κοινό σε ατομικό του λογαριασμό, τότε, εφόσον δεν είναι σε θέση να αποδείξει σε τυχόν γενόμενο έλεγχο ότι τα μεταφερόμενα χρήματα προέρχονται από τα παρελθόντα εισοδήματά του ούτε από κάποια άλλη πηγή ή αιτία, θα του επιβληθεί φόρος.

Όχι, σύμφωνα με το Ν. 5638/1932, δεν επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς στις τράπεζες της ημεδαπής, εφόσον έχει τεθεί ο όρος πως με το θάνατο κάποιου συνδικαιούχου η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους. Η ίδια ρύθμιση εφαρμόζεται αναλόγως και σε μερίδα αμοιβαίου κεφαλαίου.

Να σημειωθεί ότι η απαλλαγή αυτή από το φόρο κληρονομιάς περιορίζεται μόνο στους λογαριασμούς που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα και δεν επεκτείνεται σε λογαριασμούς που τηρούνται στην αλλοδαπή.

Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος μπορεί να γίνει σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί ο φορολογούμενος, τόσο τους προσωπικούς όσο και τους επαγγελματικούς, ανεξάρτητα εάν είναι συνδικαιούχος ή μοναδικός δικαιούχος του λογαριασμού.

Η φορολογική αρχή, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το φορολογούμενο να της παρέχει πληροφορίες, στις οποίες μπορούν κατά την ευχέρεια της να περιλαμβάνονται το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρεί ο φορολογούμενος στο εξωτερικό.

Επιπλέον, μέσω του καθεστώτος της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών, η φορολογική αρχή έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά στοιχεία που κατέχει ο φορολογούμενος σε χώρες του εξωτερικού, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις του σε τραπεζικά ιδρύματα άλλης χώρας.

Στην περίπτωση που τα χρήματα που έχει ο φορολογούμενος στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δεν καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, τότε ερευνάται από τη φορολογική αρχή εάν καλύπτονται από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.

Για παράδειγμα, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι τα χρήματα αυτά δεν ανήκουν στον ίδιο αλλά σε κάποιον άλλον συνδικαιούχο του συγκεκριμένου λογαριασμού, είτε ότι τα χρήματα αυτά δικαιολογούνται από το τζίρο της επιχείρησής του.

Στην περίπτωση που τα χρήματα αυτά δεν καλύπτονται ούτε από τα ανωτέρω, τότε λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας και φορολογούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή 33%.

Ναι. Εάν η φορολογική αρχή διαπιστώσει ακόμη και μετά το θάνατο φορολογουμένου ότι κάποια από τα εισοδήματά του δεν είχαν δηλωθεί και δεν είχαν νομίμως φορολογηθεί, τότε μπορεί να καταλογίσει στους κληρονόμους του το σχετικό φόρο που θα προκύψει.

Αφού κοινοποιηθεί στους κληρονόμους η πράξη προσδιορισμού του φόρου, αυτοί έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και στη συνέχεια ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης, προκειμένου να αποδείξουν την πηγή και την αιτία προέλευσης των χρηματικών ποσών που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως μη δηλωθέντα εισοδήματα του θανόντος συγγενή τους.

Εφόσον έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που μπορούν να αποποιηθούν, ακόμη κι αν μάθουν μετέπειτα ότι η κληρονομία έχει χρέη, δεν μπορούν να προβούν σε αποποίηση.

Συχνές Ερωτήσεις

Φορολογικός Έλεγχος Φυσικών Προσώπων

Η κλήση για έλεγχο από τις φορολογικές αρχές αποτελεί μια πραγματικότητα που αφορά ολοένα και περισσότερους φορολογούμενους. Οι ελεγχόμενοι καλούνται από τις αρμόδιες εφορίες ή από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) να δικαιολογήσουν τα εισοδήματα που δήλωσαν, τυχόν χρήματα και επενδύσεις που έχουν στο εξωτερικό, τις χρηματικές κινήσεις που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, κ.ά. Έρχονται αντιμέτωποι με τους ελεγκτές της φορολογικής Διοίκησης και καλούνται να ανατρέξουν πίσω στον χρόνο και να παρέχουν πληροφορίες για φορολογικά έτη που απέχουν πολλά έτη από το σήμερα.

Κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, ο φορολογούμενος μπορεί ενδεικτικά να κληθεί να δικαιολογήσει εάν τα χρήματα ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού ανήκουν στον ίδιο ή σε συνδικαιούχους, να παρέχει στοιχεία για την πηγή των πιστώσεων που εμφανίζονται στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και δεν καλύπτονται από το εισόδημα που έχει δηλώσει, να εξηγήσει την προέλευση των εμβασμάτων που τυχόν έστειλε σε ελληνικούς λογαριασμούς από λογαριασμούς που διατηρεί στο εξωτερικό και να αναλύσει την πηγή προέλευσης των χρημάτων, να αποδείξει εάν και πώς φορολογήθηκε το κέρδος από επενδύσεις που πραγματοποίησε στο εξωτερικό, κ.ά.

Η ομάδα μας, σε συνεργασία με έμπειρους λογιστές, είναι δίπλα σε κάθε ελεγχόμενο φορολογούμενο παρέχοντας εξατομικευμένη υποστήριξη κατά την διάρκεια του ελέγχου με σκοπό την καλύτερη δυνατή έκβασή του και την αποφυγή πληρωμής φόρων και προστίμων. Αναλαμβάνουμε, επίσης, τη διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, απαραίτητο προστάδιο για την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, και χειριζόμαστε την υπόθεση και ενώπιον της διοικητικής και ποινικής δικαιοσύνης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.

Πρωταρχική επιδίωξή μας είναι η άμεση ολοκλήρωση κάθε ελέγχου χωρίς να χρειαστεί ο φορολογούμενος να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στη Διοικητική Δικαιοσύνη. Αποφεύγεται έτσι η καθόλου αμελητέα δαπάνη που απαιτείται για τη διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής και της δικαστικής διαμάχης και ο φορολογικός έλεγχος ολοκληρώνεται σε σύντομο χρόνο. Η προσέγγισή μας είναι πρακτική και ρεαλιστική και οι λύσεις που προσφέρουμε στους εντολείς μας σκοπεύουν στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος και στην συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητάς τους χωρίς προσκόμματα και επιβαρύνσεις.

Συχνές Ερωτήσεις

Η φορολογική αρχή κοινοποιεί εντολή ελέγχου στο φορολογούμενο, με την οποία αυτός ενημερώνεται ότι διενεργείται εις βάρος του έλεγχος. Η εντολή αυτή κοινοποιείται στο φορολογούμενο πριν την έναρξη του φορολογικού ελέγχου και σε κάθε περίπτωση εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έκδοσή της.

Επιπλέον, ο φορολογούμενος μπορεί να ενημερωθεί για τη διενέργεια ελέγχου εις βάρος του με την κοινοποίηση του αιτήματος σύμφωνα με το άρ. 14 Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), με το οποίο η φορολογική αρχή του ζητά την παροχή έγγραφων πληροφοριών. Ενδεικτικά, με το αίτημα μπορεί να ζητηθεί η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει ο φορολογούμενος στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.

Με την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή του αιτήματος του άρ. 14 ΚΦΔ, γνωστοποιείται επίσης στον φορολογούμενο η δυνατότητα για υποβολή εκπροθέσμων φορολογικών δηλώσεων μέχρι την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, καθώς και ο προβλεπόμενος περιορισμός των σχετικών προστίμων σε περίπτωση άμεσης εξόφλησης.

Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου και την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου. Για το λόγο αυτό, διενεργεί έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά στοιχεία και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στο νόμο.

Ο φορολογικός έλεγχος μπορεί ενδεικτικά να ξεκινήσει κατά του φορολογουμένου ύστερα από κάποια (ανώνυμη ή επώνυμη) καταγγελία εις βάρος του, ή εφόσον προκύψουν υπόνοιες φοροδιαφυγής εκ μέρους του κατά τη διάρκεια ελέγχου σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα στη σύζυγό του, αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθούν κινήσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ύστερα από διασταυρωτικούς ελέγχους που πραγματοποιούν σε τακτική βάση τα ελεγκτικά όργανα.

Η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτήν ελέγχου, κοινοποιεί στο φορολογούμενο αίτημα, με το οποίο του ζητάει να παρέχει εγγράφως πληροφορίες, στις οποίες ενδεικτικά μπορεί να εντάσσεται η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Ο φορολογούμενος απαντά στο αίτημα αυτό με υπομνήματα, προσκομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα εντός προθεσμίας που του θέτει η φορολογική διοίκηση. Είναι πολύ κρίσιμη η ορθή ανταπόκριση του φορολογουμένου κατά το στάδιο αυτό, ώστε να επεξηγηθούν πλήρως προς την ελεγκτική αρχή όλα όσα μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα από τους ελεγκτές που χειρίζονται τον κάθε φορολογικό έλεγχο.

Στη συνέχεια, εφόσον η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου, ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.

Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η ελεγκτική αρχή δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και θεωρεί ότι αυτός έχει παραβεί την φορολογική νομοθεσία, του κοινοποιεί σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου, μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου. Ο φορολογούμενος κατά το στάδιο αυτό έχει 20 ημέρες για να απαντήσει με τις έγγραφες εξηγήσεις του, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις, προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή του προσωρινού προσδιορισμού φόρου και την απαλλαγή του. Η ελεγκτική αρχή επεξεργάζεται τις απόψεις που εξέθεσε ο φορολογούμενος και, εάν δεν πειστεί, εκδίδει οριστικές πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων.

Κατά των πράξεων αυτών, ο φορολογούμενος πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοσή τους σε αυτόν. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο ο φορολογούμενος πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του (πραγματικούς και νομικούς) που αφορούν στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως του.

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της αρνητικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.

Για τα έτη από το 2014 και εξής, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή φόρου παραγράφεται εντός πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής δήλωσης (πρακτικά για το έτος 2014, το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφηκε την 31η.12.2020, για το έτος 2015 παραγράφεται την 31η.12.2021 κ.ο.κ.). Η πενταετής αυτή παραγραφή, που συνιστά στην ουσία τον κανόνα, δύναται να παραταθεί σε ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται στο νόμο.

Κατ’ εξαίρεση, πράξη προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης: (α) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της πενταετίας και (β) σε περίπτωση που μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν τα νέα στοιχεία. Πρακτικά, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή φόρου για το έτος 2014 παραγράφεται την 31η.12.2025, για το έτος 2015 παραγράφεται την 31η.12.2026 κ.ο.κ.

Ως τέτοια νέα στοιχεία θεωρούνται εκείνα τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά στη φορολογική αρχή κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο. Έχει κριθεί από τα εθνικά δικαστήρια ότι το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων στην Ελλάδα δεν αποτελούν νέα στοιχεία ικανά να παρατείνουν την παραγραφή. Αντιθέτως, το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή μπορούν να αποτελέσουν νέα στοιχεία ικανά να παρατείνουν την παραγραφή, εφόσον δεν μπορούσαν να περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής νωρίτερα μέσω του καθεστώτος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών.

Εφόσον ο φορολογούμενος έχει χρήματά του σε θυρίδα, τα οποία δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα και νομίμως φορολογηθέντα εισοδήματά του, μπορεί να τα καταθέσει σε τραπεζικό του λογαριασμό.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που η φορολογική αρχή θα προβεί στη διενέργεια ελέγχου εφόσον περιέλθουν σε γνώση της καταθέσεις μετρητών. Ο φορολογούμενος θα κληθεί τότε να αποδείξει την πηγή προέλευσης των χρημάτων αυτών και να προσκομίσει για αυτό τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η βεβαίωση επίσκεψης της θυρίδας του.

Στην περίπτωση που η φορολογική αρχή δεν αποδεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου σχετικά με την προέλευση των μετρητών που κατατέθηκαν, τότε τα χρήματα αυτά λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας και φορολογούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή 33%.

Ο κανόνας για τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς είναι πως κάθε συνδικαιούχος μπορεί να προβεί σε διαχειριστικές πράξεις για το σύνολο του ποσού, δίχως να απαιτείται έγκριση οποιουδήποτε άλλου συνδικαιούχου. Οι υπόλοιποι συνδικαιούχοι μπορεί να έχουν αξίωση εναντίον του βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής συμφωνίας. Στην περίπτωση που τέτοια συμφωνία δεν υφίσταται, θεωρείται ότι τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα σε κοινό λογαριασμό ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη.

Όταν διενεργούνται έλεγχοι από την φορολογική αρχή, θεωρείται κατά τεκμήριο πως τα χρήματα του κοινού λογαριασμού ανήκουν κατά ιδανικά μερίδια στους συνδικαιούχους, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο. Στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος συνδικαιούχος χρησιμοποιήσει τα χρήματα του κοινού λογαριασμού, λ.χ. εάν τα μεταφέρει από τον κοινό σε ατομικό του λογαριασμό, τότε, εφόσον δεν είναι σε θέση να αποδείξει σε τυχόν γενόμενο έλεγχο ότι τα μεταφερόμενα χρήματα προέρχονται από τα παρελθόντα εισοδήματά του ούτε από κάποια άλλη πηγή ή αιτία, θα του επιβληθεί φόρος.

Όχι, σύμφωνα με το Ν. 5638/1932, δεν επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς στις τράπεζες της ημεδαπής, εφόσον έχει τεθεί ο όρος πως με το θάνατο κάποιου συνδικαιούχου η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους. Η ίδια ρύθμιση εφαρμόζεται αναλόγως και σε μερίδα αμοιβαίου κεφαλαίου.

Να σημειωθεί ότι η απαλλαγή αυτή από το φόρο κληρονομιάς περιορίζεται μόνο στους λογαριασμούς που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα και δεν επεκτείνεται σε λογαριασμούς που τηρούνται στην αλλοδαπή.

Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος μπορεί να γίνει σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί ο φορολογούμενος, τόσο τους προσωπικούς όσο και τους επαγγελματικούς, ανεξάρτητα εάν είναι συνδικαιούχος ή μοναδικός δικαιούχος του λογαριασμού.

Η φορολογική αρχή, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το φορολογούμενο να της παρέχει πληροφορίες, στις οποίες μπορούν κατά την ευχέρεια της να περιλαμβάνονται το υπόλοιπο και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρεί ο φορολογούμενος στο εξωτερικό.

Επιπλέον, μέσω του καθεστώτος της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών, η φορολογική αρχή έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά στοιχεία που κατέχει ο φορολογούμενος σε χώρες του εξωτερικού, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις του σε τραπεζικά ιδρύματα άλλης χώρας.

Στην περίπτωση που τα χρήματα που έχει ο φορολογούμενος στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δεν καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, τότε ερευνάται από τη φορολογική αρχή εάν καλύπτονται από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.

Για παράδειγμα, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι τα χρήματα αυτά δεν ανήκουν στον ίδιο αλλά σε κάποιον άλλον συνδικαιούχο του συγκεκριμένου λογαριασμού, είτε ότι τα χρήματα αυτά δικαιολογούνται από το τζίρο της επιχείρησής του.

Στην περίπτωση που τα χρήματα αυτά δεν καλύπτονται ούτε από τα ανωτέρω, τότε λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας και φορολογούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή 33%.

Ναι. Εάν η φορολογική αρχή διαπιστώσει ακόμη και μετά το θάνατο φορολογουμένου ότι κάποια από τα εισοδήματά του δεν είχαν δηλωθεί και δεν είχαν νομίμως φορολογηθεί, τότε μπορεί να καταλογίσει στους κληρονόμους του το σχετικό φόρο που θα προκύψει.

Αφού κοινοποιηθεί στους κληρονόμους η πράξη προσδιορισμού του φόρου, αυτοί έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και στη συνέχεια ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης, προκειμένου να αποδείξουν την πηγή και την αιτία προέλευσης των χρηματικών ποσών που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως μη δηλωθέντα εισοδήματα του θανόντος συγγενή τους.

Εφόσον έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που μπορούν να αποποιηθούν, ακόμη κι αν μάθουν μετέπειτα ότι η κληρονομία έχει χρέη, δεν μπορούν να προβούν σε αποποίηση.