ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ > ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Τελωνειακές Υποθέσεις
Τα ιδιαιτέρως απαιτητικά ζητήματα του τελωνειακού δικαίου απαιτούν εξειδικευμένο χειρισμό καθώς μπορεί να καταλήξουν σε καταλογισμό υψηλών δασμών, προστίμων και πολλαπλών τελών, και σε επιβολή ποινικών κυρώσεων. Τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό τελωνειακό νομοθετικό πλαίσιο περιέχουν αυστηρές ρυθμίσεις, και η επιτυχής υπεράσπιση των φερόμενων ως υπαιτίων τελωνειακών παραβάσεων προϋποθέτει ευρεία επιστημονική κατάρτιση σε συνδυασμό με μια πρακτική και ρεαλιστική προσέγγιση.
Υπηρεσίες
Η ομάδα μας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση διοικούμενων ενώπιον των αρμόδιων τελωνειακών αρχών σε μεγάλες υποθέσεις λαθρεμπορίας οχημάτων, καυσίμων και τσιγάρων. Επιπλέον, εγγυάται την αποτελεσματική εκπροσώπησή τους ενώπιον των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και ενώπιον των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Μεταξύ των πελατών μας περιλαμβάνονται ελληνικές και αλλοδαπές πολυεθνικές εταιρείες, εργοστάσια παραγωγής και εισαγωγής εμπορευμάτων, καθώς και φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν μεγάλης οικονομικής έκτασης ποινές λαθρεμπορίας. Η ομάδα μας έχει επιτύχει τη διαγραφή αλλά και την επιστροφή υπέρογκων δασμών και πολλαπλών τελών ύστερα από απαιτητικές δικαστικές διαμάχες.
Ενδεικτικά, εκπροσωπήσαμε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μεγάλη πολυεθνική εταιρία παραγωγής οχημάτων σε βάρος της οποίας είχαν επιβληθεί από το Τελωνείο Αθηνών πολλαπλά τέλη και φόροι ύψους περίπου 83.000.000€, πετυχαίνοντας την ολική ακύρωση και διαγραφή του υπέρογκου ποσού, απόφαση που επικυρώθηκε τελικά και από το Συμβούλιο της Επικρατείας που έκρινε επί της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ομοίως, σε υπόθεση εντολέα μας σε βάρος του οποίου οι τελωνειακές αρχές καταλόγισαν υψηλά πρόστιμα για τελωνειακή λαθρεμπορική παράβαση που αφορούσε σε εισαγόμενο όχημα, η εταιρία μας πέτυχε την έκδοση θετικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Το ΕΔΔΑ με την απόφασή του στην υπόθεση «Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος» δέχτηκε τις αιτιάσεις του εντολέα μας και, μετά από πολύχρονη δικαστική διαμάχη, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές αναγκάστηκαν τελικά να διαγράψουν τα επιβληθέντα σε βάρος του πρόστιμα.
Συχνές Ερωτήσεις
Λαθρεμπορία είναι η εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων εντός του τελωνειακού εδάφους, τα οποία υπόκεινται σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο από αυτήν τόπο ή χρόνο. Στην έννοια της λαθρεμπορίας περιλαμβάνεται επιπλέον οποιαδήποτε ενέργεια αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται κατά την εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων.
Η λαθρεμπορία διακρίνεται από την απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία έγκειται στη μη τήρηση των διατυπώσεων του Τελωνειακού Κώδικα που έχουν σχέση με τις τελωνειακές εργασίες και την Τελωνειακή Υπηρεσία. Στην περίπτωση της λαθρεμπορίας επιβάλλονται τόσο ποινικές όσο και διοικητικές κυρώσεις, ενώ η τελωνειακή παράβαση επισύρει μόνο διοικητική κύρωση (πρόστιμο).
Για παράδειγμα, στην έννοια της λαθρεμπορίας εντάσσονται ενδεικτικά οι παρακάτω περιπτώσεις:
- η αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από αυτοκίνητο με οποιονδήποτε τρόπο ή η παραποίηση αυτού και η τοποθέτησή του σε άλλο αυτοκίνητο, για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι,
- η χρήση πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ταξινόμησης,
- η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον συνεπάγεται απώλεια δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων,
- η ύπαρξη εμπορευμάτων σε πλοία, ανεξαρτήτως χωρητικότητας, τα οποία παραπλέουν στην ακτή και κατευθύνονται σε ελληνικό λιμάνι χωρίς να αναφέρονται στο δηλωτικό του πλοίου,
- η έλλειψη από το πλοίο κατά την ώρα της αναχώρησης εμπορευμάτων, που φορτώθηκαν για το εξωτερικό ή για άλλο λιμάνι του Κράτους με παραστατικό διαμετακόμισης.
Ναι. Συγκεκριμένα, οι απλές τελωνειακές παραβάσεις τιμωρούνται με την επιβολή προστίμων που ορίζονται στον Τελωνειακό Κώδικα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία βρεθούν επί των μεταφορικών μέσων εμπορεύματα περισσότερα ή λιγότερα από αυτά που αναγράφονται στο δηλωτικό, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με τριακόσια (300) ευρώ ανά δηλωτικό. Σε άλλη περίπτωση, ο τελωνειακός κώδικας προβλέπει πρόστιμο σε βάρος του διασαφιστή από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, όταν διαπιστώνεται ότι τα εμπορεύματα απομίμησης ή παραποίησης ή πειρατικά παραβιάζουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.
Η λαθρεμπορία, αντίστοιχα, τιμωρείται με την επιβολή πολλαπλού τέλους, δηλαδή ενός προστίμου που ορίζεται από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1.500€ για τα προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης και των 750€ για τα υπόλοιπα προϊόντα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί η τέλεση λαθρεμπορικής παράβασης και η μη καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α., το πολλαπλό τέλος θα υπολογιστεί στο τριπλάσιο έως πενταπλάσιο του διαφυγόντος Φ.Π.Α. Επιπλέον, ο υπαίτιος της λαθρεμπορίας έχει την υποχρέωση να καταβάλει και τους διαφυγόντες δασμούς και φόρους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αντικείμενο της λαθρεμπορίας κατάσχεται και στη συνέχεια δημεύεται.
Η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτήν ελέγχου, κοινοποιεί στο φορολογούμενο αίτημα, με το οποίο του ζητάει να παρέχει εγγράφως πληροφορίες, στις οποίες ενδεικτικά μπορεί να εντάσσεται η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Ο φορολογούμενος απαντά στο αίτημα αυτό με υπομνήματα, προσκομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα εντός προθεσμίας που του θέτει η φορολογική διοίκηση. Είναι πολύ κρίσιμη η ορθή ανταπόκριση του φορολογουμένου κατά το στάδιο αυτό, ώστε να επεξηγηθούν πλήρως προς την ελεγκτική αρχή όλα όσα μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα από τους ελεγκτές που χειρίζονται τον κάθε φορολογικό έλεγχο.
Στη συνέχεια, εφόσον η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου, ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η ελεγκτική αρχή δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και θεωρεί ότι αυτός έχει παραβεί την φορολογική νομοθεσία, του κοινοποιεί σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου, μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου. Ο φορολογούμενος κατά το στάδιο αυτό έχει 20 ημέρες για να απαντήσει με τις έγγραφες εξηγήσεις του, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις, προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή του προσωρινού προσδιορισμού φόρου και την απαλλαγή του. Η ελεγκτική αρχή επεξεργάζεται τις απόψεις που εξέθεσε ο φορολογούμενος και, εάν δεν πειστεί, εκδίδει οριστικές πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων.
Κατά των πράξεων αυτών, ο φορολογούμενος πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοσή τους σε αυτόν. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο ο φορολογούμενος πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του (πραγματικούς και νομικούς) που αφορούν στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως του.
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της αρνητικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.
Τα πρόσωπα εις βάρος των οποίων εκδόθηκαν καταλογιστικές πράξεις πολλαπλού τέλους μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση σε αυτούς των πράξεων αυτών. Στην προσφυγή θα προβάλλουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν, μεταξύ των οποίων ενδεικτικώς συμπεριλαμβάνεται η μη τέλεση της λαθρεμπορικής παράβασης ή ότι το επιβληθέν πολλαπλό τέλος προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Εάν με τη δικαστική απόφαση απορριφθεί η προσφυγή, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα (λ.χ. έφεση ή αίτηση αναίρεσης).
Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την είσπραξη του 70% των πολλαπλών τελών που επιβλήθηκαν. Για την αναστολή του υπόλοιπου 30% του καταλογισθέντος ποσού προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, με την οποία μπορεί να προβληθεί ότι η άμεση εκτέλεση θα προκαλέσει στον καταλογισθέντα ανεπανόρθωτη βλάβη ή ότι η ασκηθείσα προσφυγή του είναι προδήλως βάσιμη.
Υπάρχει περίπτωση η Τελωνειακή Αρχή να διαπιστώσει ότι οι δασμοί που καταβλήθηκαν δεν οφείλονταν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οπότε τα ποσά αυτά θεωρούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Η διαπίστωση της αχρεώστητης καταβολής μπορεί να αναγνωρισθεί και με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, μετά την άσκηση των αρμόδιων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από τον ενδιαφερόμενο.
Για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμολογικών επιβαρύνσεων, ο δικαιούχος πρέπει να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) ετών από την ημερομηνία βεβαίωσής τους. Εάν η αχρεώστητη είσπραξη έχει αναγνωριστεί ή βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου, η αίτηση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα (1) έτος από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής. Εάν η αναγνώριση ή βεβαίωση της αχρεώστητης είσπραξης έγινε με απόφαση που εκδόθηκε μετά από έφεση ή αναίρεση, η ετήσια προθεσμία για την υποβολή της σχετικής αίτησης με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης.
Η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμολογικών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται άτοκα. Έντοκη επιστροφή επιτρέπεται εάν και εφόσον η σχετική αίτηση υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι (6) μηνών, που αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα κατά τον οποίο κοινοποιήθηκε στην Τελωνειακή Αρχή η απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Η μη εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης επιστροφής συνεπάγεται την παραγραφή του δικαιώματος έντοκης επιστροφής του δικαιούχου. Ο τόκος υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.
Τελωνειακές Υποθέσεις
Τα ιδιαιτέρως απαιτητικά ζητήματα του τελωνειακού δικαίου απαιτούν εξειδικευμένο χειρισμό καθώς μπορεί να καταλήξουν σε καταλογισμό υψηλών δασμών, προστίμων και πολλαπλών τελών, και σε επιβολή ποινικών κυρώσεων. Τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό τελωνειακό νομοθετικό πλαίσιο περιέχουν αυστηρές ρυθμίσεις, και η επιτυχής υπεράσπιση των φερόμενων ως υπαιτίων τελωνειακών παραβάσεων προϋποθέτει ευρεία επιστημονική κατάρτιση σε συνδυασμό με μια πρακτική και ρεαλιστική προσέγγιση.
Η ομάδα μας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση διοικούμενων ενώπιον των αρμόδιων τελωνειακών αρχών σε μεγάλες υποθέσεις λαθρεμπορίας οχημάτων, καυσίμων και τσιγάρων. Επιπλέον, εγγυάται την αποτελεσματική εκπροσώπησή τους ενώπιον των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και ενώπιον των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Μεταξύ των πελατών μας περιλαμβάνονται ελληνικές και αλλοδαπές πολυεθνικές εταιρείες, εργοστάσια παραγωγής και εισαγωγής εμπορευμάτων, καθώς και φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν μεγάλης οικονομικής έκτασης ποινές λαθρεμπορίας. Η ομάδα μας έχει επιτύχει τη διαγραφή αλλά και την επιστροφή υπέρογκων δασμών και πολλαπλών τελών ύστερα από απαιτητικές δικαστικές διαμάχες.
Ενδεικτικά, εκπροσωπήσαμε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μεγάλη πολυεθνική εταιρία παραγωγής οχημάτων σε βάρος της οποίας είχαν επιβληθεί από το Τελωνείο Αθηνών πολλαπλά τέλη και φόροι ύψους περίπου 83.000.000€, πετυχαίνοντας την ολική ακύρωση και διαγραφή του υπέρογκου ποσού, απόφαση που επικυρώθηκε τελικά και από το Συμβούλιο της Επικρατείας που έκρινε επί της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ομοίως, σε υπόθεση εντολέα μας σε βάρος του οποίου οι τελωνειακές αρχές καταλόγισαν υψηλά πρόστιμα για τελωνειακή λαθρεμπορική παράβαση που αφορούσε σε εισαγόμενο όχημα, η εταιρία μας πέτυχε την έκδοση θετικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Το ΕΔΔΑ με την απόφασή του στην υπόθεση «Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος» δέχτηκε τις αιτιάσεις του εντολέα μας και, μετά από πολύχρονη δικαστική διαμάχη, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές αναγκάστηκαν τελικά να διαγράψουν τα επιβληθέντα σε βάρος του πρόστιμα.
Συχνές Ερωτήσεις
Λαθρεμπορία είναι η εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων εντός του τελωνειακού εδάφους, τα οποία υπόκεινται σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο από αυτήν τόπο ή χρόνο. Στην έννοια της λαθρεμπορίας περιλαμβάνεται επιπλέον οποιαδήποτε ενέργεια αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται κατά την εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων.
Η λαθρεμπορία διακρίνεται από την απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία έγκειται στη μη τήρηση των διατυπώσεων του Τελωνειακού Κώδικα που έχουν σχέση με τις τελωνειακές εργασίες και την Τελωνειακή Υπηρεσία. Στην περίπτωση της λαθρεμπορίας επιβάλλονται τόσο ποινικές όσο και διοικητικές κυρώσεις, ενώ η τελωνειακή παράβαση επισύρει μόνο διοικητική κύρωση (πρόστιμο).
Για παράδειγμα, στην έννοια της λαθρεμπορίας εντάσσονται ενδεικτικά οι παρακάτω περιπτώσεις:
- η αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από αυτοκίνητο με οποιονδήποτε τρόπο ή η παραποίηση αυτού και η τοποθέτησή του σε άλλο αυτοκίνητο, για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι,
- η χρήση πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ταξινόμησης,
- η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον συνεπάγεται απώλεια δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων,
- η ύπαρξη εμπορευμάτων σε πλοία, ανεξαρτήτως χωρητικότητας, τα οποία παραπλέουν στην ακτή και κατευθύνονται σε ελληνικό λιμάνι χωρίς να αναφέρονται στο δηλωτικό του πλοίου,
- η έλλειψη από το πλοίο κατά την ώρα της αναχώρησης εμπορευμάτων, που φορτώθηκαν για το εξωτερικό ή για άλλο λιμάνι του Κράτους με παραστατικό διαμετακόμισης.
Ναι. Συγκεκριμένα, οι απλές τελωνειακές παραβάσεις τιμωρούνται με την επιβολή προστίμων που ορίζονται στον Τελωνειακό Κώδικα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία βρεθούν επί των μεταφορικών μέσων εμπορεύματα περισσότερα ή λιγότερα από αυτά που αναγράφονται στο δηλωτικό, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με τριακόσια (300) ευρώ ανά δηλωτικό. Σε άλλη περίπτωση, ο τελωνειακός κώδικας προβλέπει πρόστιμο σε βάρος του διασαφιστή από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, όταν διαπιστώνεται ότι τα εμπορεύματα απομίμησης ή παραποίησης ή πειρατικά παραβιάζουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.
Η λαθρεμπορία, αντίστοιχα, τιμωρείται με την επιβολή πολλαπλού τέλους, δηλαδή ενός προστίμου που ορίζεται από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1.500€ για τα προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης και των 750€ για τα υπόλοιπα προϊόντα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί η τέλεση λαθρεμπορικής παράβασης και η μη καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α., το πολλαπλό τέλος θα υπολογιστεί στο τριπλάσιο έως πενταπλάσιο του διαφυγόντος Φ.Π.Α. Επιπλέον, ο υπαίτιος της λαθρεμπορίας έχει την υποχρέωση να καταβάλει και τους διαφυγόντες δασμούς και φόρους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αντικείμενο της λαθρεμπορίας κατάσχεται και στη συνέχεια δημεύεται.
Η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτήν ελέγχου, κοινοποιεί στο φορολογούμενο αίτημα, με το οποίο του ζητάει να παρέχει εγγράφως πληροφορίες, στις οποίες ενδεικτικά μπορεί να εντάσσεται η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Ο φορολογούμενος απαντά στο αίτημα αυτό με υπομνήματα, προσκομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα εντός προθεσμίας που του θέτει η φορολογική διοίκηση. Είναι πολύ κρίσιμη η ορθή ανταπόκριση του φορολογουμένου κατά το στάδιο αυτό, ώστε να επεξηγηθούν πλήρως προς την ελεγκτική αρχή όλα όσα μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα από τους ελεγκτές που χειρίζονται τον κάθε φορολογικό έλεγχο.
Στη συνέχεια, εφόσον η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου, ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η ελεγκτική αρχή δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και θεωρεί ότι αυτός έχει παραβεί την φορολογική νομοθεσία, του κοινοποιεί σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου, μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου. Ο φορολογούμενος κατά το στάδιο αυτό έχει 20 ημέρες για να απαντήσει με τις έγγραφες εξηγήσεις του, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις, προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή του προσωρινού προσδιορισμού φόρου και την απαλλαγή του. Η ελεγκτική αρχή επεξεργάζεται τις απόψεις που εξέθεσε ο φορολογούμενος και, εάν δεν πειστεί, εκδίδει οριστικές πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων.
Κατά των πράξεων αυτών, ο φορολογούμενος πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοσή τους σε αυτόν. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο ο φορολογούμενος πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του (πραγματικούς και νομικούς) που αφορούν στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως του.
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της αρνητικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.
Τα πρόσωπα εις βάρος των οποίων εκδόθηκαν καταλογιστικές πράξεις πολλαπλού τέλους μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση σε αυτούς των πράξεων αυτών. Στην προσφυγή θα προβάλλουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν, μεταξύ των οποίων ενδεικτικώς συμπεριλαμβάνεται η μη τέλεση της λαθρεμπορικής παράβασης ή ότι το επιβληθέν πολλαπλό τέλος προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Εάν με τη δικαστική απόφαση απορριφθεί η προσφυγή, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα (λ.χ. έφεση ή αίτηση αναίρεσης).
Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την είσπραξη του 70% των πολλαπλών τελών που επιβλήθηκαν. Για την αναστολή του υπόλοιπου 30% του καταλογισθέντος ποσού προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, με την οποία μπορεί να προβληθεί ότι η άμεση εκτέλεση θα προκαλέσει στον καταλογισθέντα ανεπανόρθωτη βλάβη ή ότι η ασκηθείσα προσφυγή του είναι προδήλως βάσιμη.
Υπάρχει περίπτωση η Τελωνειακή Αρχή να διαπιστώσει ότι οι δασμοί που καταβλήθηκαν δεν οφείλονταν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οπότε τα ποσά αυτά θεωρούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Η διαπίστωση της αχρεώστητης καταβολής μπορεί να αναγνωρισθεί και με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, μετά την άσκηση των αρμόδιων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από τον ενδιαφερόμενο.
Για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμολογικών επιβαρύνσεων, ο δικαιούχος πρέπει να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) ετών από την ημερομηνία βεβαίωσής τους. Εάν η αχρεώστητη είσπραξη έχει αναγνωριστεί ή βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου, η αίτηση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα (1) έτος από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής. Εάν η αναγνώριση ή βεβαίωση της αχρεώστητης είσπραξης έγινε με απόφαση που εκδόθηκε μετά από έφεση ή αναίρεση, η ετήσια προθεσμία για την υποβολή της σχετικής αίτησης με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης.
Η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμολογικών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται άτοκα. Έντοκη επιστροφή επιτρέπεται εάν και εφόσον η σχετική αίτηση υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι (6) μηνών, που αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα κατά τον οποίο κοινοποιήθηκε στην Τελωνειακή Αρχή η απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Η μη εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης επιστροφής συνεπάγεται την παραγραφή του δικαιώματος έντοκης επιστροφής του δικαιούχου. Ο τόκος υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.